- μεσάρκειος
- μεσάρκειος, -ον (Α)βλ. μεσέρκειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσέρκειος — και, κατά τον Ησύχ., μεσέρκιος και μεσάρκειος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο έρκος, δηλαδή μέσα από τον φράχτη, ή στην οικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔρκειος (< ἔρκος «φράχτης»)] … Dictionary of Greek